Ο Σάββας είναι φίλος μου από το Λύκειο.
Γίνανε κολλητοί μετά τον Στρατό όπου ξεκίνησα να πηγαίνω σπίτι του και να αράζουμε με την ώρες παίζοντας βιντεοπαιχνίδια και πίνοντας μπύρες.
Εκείνος έμενε Πειραιά, εγώ Κέντρο.
Είχα φάει σκάλωμα με την καυλιάρα μάνα του από την πρώτη στιγμή που την είχα δει όταν είχα πάει σπίτι του.
Ήταν 40 φεύγα χρονών, μελαχρινή, με κωλάρα και βυζάρες που με είχαν κολάσει όταν την είχα δει πρώτη φορά με το νυχτικό της χωρίς το σουτιέν.
Μιλούσε πάντα με ναζιάρικο ύφος και όποτε πήγαινα σπίτι τους, φρόντιζε να με περιποιείται με φαγητό, μπύρες κλπ.
Έτσι ξεκίνησαν όλα…
Ένας χρόνος είχε περάσει και δεν είχα κάνει κίνηση, ούτε αυτή βέβαια. Δεν ήθελα να κάνω μαλακία στον καλύτερο μου φίλο. Από την άλλη με είχε κάνει να την σκέφτομαι και να την παίζω κάνα χρόνο τώρα.
Με τον πατέρα του δεν τα πήγαιναν καλά όπως μου είχε πει ο Σάββας αλλά συνέχιζαν να μένουν μαζί.
Ένα απόγευμα πήγα στον Σάββα να δούμε μπάλα και να πιούμε τις μπύρες μας. Η καυλιάρα μάνα του ήταν εκεί, ο πατέρας του θα έφευγε το βράδυ για να κάνει νυχτερινή βάρδια με το ταξί. Αφού φάγαμε, ήπιαμε και συζητούσαμε για διάφορα θέματα, ο Σάββας αποκοιμήθηκε γιατί ήταν κουρασμένος απ’ την δουλειά.
Επιτέλους οι δυο μας…
Η μάνα του ήταν στο σαλόνι και έβλεπε μια ταινία. Βρήκα την τέλεια ευκαιρία σκέφτηκα. Ο άντρας της έλειπε, ο Σάββας κοιμόταν και δεν νομίζω να μας δινόταν άλλη ευκαιρία ξανά. Φορούσε ένα κοντό ροζ νυχτικό και από μέσα πάλι δεν φορούσε σουτιέν. Την πλησίασα και της μίλησα ενώ προσπαθούσα να μην καταλάβει ότι κοιτάω τις ρώγες της.
Την ρώτησα αν θέλει παρέα. Μου είπε με ναζιάρικη φωνή ότι θέλει